κατᾶλοφάδεια

κατᾶλοφάδεια
κατᾶλοφάδεια (λόφος): adv., ‘down over the neck’; φέρων, carrying the animal crosswise over his back (the feet being tied together and held under the chin of the bearer), Od. 10.169†.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καταλοφάδεια — και καταλοφάδια (Α) επίρρ. επάνω στον τράχηλο, στον σβέρκο και στους δύο ώμους («καταλοφάδεια φέρων τὴν ἔλαφον», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» και αναλογικό προς το κατωμάδιος από τη φρ. κατά λόφον. Το ει από μετρική έκταση] …   Dictionary of Greek

  • καταλοφάδεια — on the neck indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοφάδεια — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «...αὐχήν, οἷον κατὰ τοῡ αὐχένος, ἢ χωρίον ὃ καλοῡσι Λίβυσσα». [ΕΤΥΜΟΛ. < καταλοφάδεια*, κατ απόσπαση] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”